Λέξη: προσχωματικός
Σχετικές λέξεις: προσχωματικός
προσχωματικός χρυσός
Συνώνυμα: προσχωματικός
αλλουβιακός, προσχώνων
Μεταφράσεις: προσχωματικός
προσχωματικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
alluvial, aggrading
προσχωματικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aluvial, aluviales, aluvión, de aluvión, aluvional
προσχωματικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
angeschwemmt, alluvialen, alluviale, Schwemmland, alluvial
προσχωματικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
alluvial, alluvionnaire, alluviale, alluviaux, alluvions
προσχωματικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
alluvionale, alluvionali, origine alluvionale, di origine alluvionale
προσχωματικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aluvial, aluvião, aluviais, aluvionar, de aluvião
προσχωματικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
alluviaal, aangeslibd, alluviale, de alluviale, aangeslibde
προσχωματικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
наплывной, наносный, наносной, аллювиальный, россыпная, аллювиальные, аллювиальных
προσχωματικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
alluvial, alluviale, elves, elve, alluvialt
προσχωματικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
alluviala, alluvialt, alluvial, översvämnings
προσχωματικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
alluviaali-, tulvamaata, vesijättökasvillisuuden, vesijättökasvillisuus, tulva
προσχωματικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
alluviale, alluvial, flodenge, i flodenge, allu
προσχωματικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nánosový, aluviální, naplavený, lužní, naplavené, údolní
προσχωματικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
aluwialny, napływowy, osadowy, aluwialne, łęgowych, aluwialna
προσχωματικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
alluviális, hordalékos, ártéri, öntés, hordalék
προσχωματικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
alüvyonlu, alüvyon, alüvyal, alüviyal, alluvial
προσχωματικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
алювіальний, алювіальних
προσχωματικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
që është hedhur, aluviale, është hedhur, është sjellë, që është sjellë
προσχωματικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
наносен, алувиални, алувиално, алувиална, алувиалните
προσχωματικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
алювіяльных, алювіяльныя, алювіяльнымі, алювіяльная
προσχωματικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
uhutud, uhteline, alluviaalseid, alluviaaltasandikul, uhtelised
προσχωματικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
aluvialni, nanešen, aluvijalna, Naplavna, aluvijalni
προσχωματικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
alluvial
προσχωματικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
samplovinis, aliuvinis, sąnašinis, Aluviāls, Alluvial
προσχωματικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sanesu, aluviālas, aluviālās, aluviāls
προσχωματικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
алувијални, алувијалните, алувијална, алувијалната, алувијалниот
προσχωματικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
aluvial, aluvionar, aluvionare, aluvionară, aluviale
προσχωματικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
aluviální, aluvialni, aluvij, naplavljenih, aluvialna, aluvialnega
προσχωματικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nánosový, plávajúci
Τυχαίες λέξεις