Внесок στα ελληνικά

Μετάφραση: внесок, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παράδειγμα, συνδρομή, περίπτωση, συνεισφορά, συμβολή, συνεισφοράς, εισφορά, συμβολής
Внесок στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вміщувати στα ελληνικά - αναχαιτίζω, περιέχω, περιλαμβάνω, κρατήστε, κρατήστε πατημένο το, κρατήστε πατημένο, κατέχουν, ...
  • внаслідок στα ελληνικά - γιατί, διότι, εξαιτίας, λόγω της, λόγω των, λόγω του, εξαιτίας της
  • вниз στα ελληνικά - κάτω, προβλέπονται, προβλέπεται, καθορίζονται, καθορισμό
  • внизу στα ελληνικά - παρακάτω, κάτω, κάτω από, κατωτέρω, πιο κάτω
Τυχαίες λέξεις
Внесок στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παράδειγμα, συνδρομή, περίπτωση, συνεισφορά, συμβολή, συνεισφοράς, εισφορά, συμβολής