Впоперек στα ελληνικά
Μετάφραση: впоперек, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απέναντι, σε όλη, σε ολόκληρη, σε όλη την, σε όλον
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вподобання στα ελληνικά - ουρανίσκος, υπερώα, προτιμήσεις, προτιμήσεων, τις προτιμήσεις, προτιμήσεις που, προτιμήσεις των
- впокорений στα ελληνικά - αναγωγή, περιστολή, μείωση, συντετριμμένος, συντετριμμένη, συντετριμμένο, μεταμελημένος, ...
- впорскування στα ελληνικά - ένεση, έγχυση, ένεσης, ενέσιμο, έγχυσης
- впоряджати στα ελληνικά - vporyadzhaty
Τυχαίες λέξεις
Впоперек στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απέναντι, σε όλη, σε ολόκληρη, σε όλη την, σε όλον
Μεταφράσεις: απέναντι, σε όλη, σε ολόκληρη, σε όλη την, σε όλον