Λέξη: εδαφικός

Συνώνυμα: εδαφικός

χωρικός

Μεταφράσεις: εδαφικός

εδαφικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
territorial, the territorial, a territorial

εδαφικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
territorial, territoriales, territorio, del territorio

εδαφικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
territoriale, territorial, territorialen, Gebiets

εδαφικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
territorial, régional, territoriale, territoriaux, territoriales, territoire

εδαφικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
territoriale, territorio, territoriali, del territorio

εδαφικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
territorial, territoriais, território, do território

εδαφικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
territoriaal, territoriale, de territoriale

εδαφικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
окружной, земельный, территориальный, территориальная, территориальное, территориальной, территориального, территориальных

εδαφικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
territorial, territorielle, territoriale, territoriell, territorielt

εδαφικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
territoriella, territoriell, territoriellt, den territoriella, regionala

εδαφικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
alueellinen, lähistön, alueellisen, alueellista, alueelliseen, alueellisten

εδαφικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
territorial, territoriale, territorialt, den territoriale, geografiske

εδαφικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
územní, teritoriální, oblastní, územního, územně, územních

εδαφικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
okręgowy, terytorialny, ziemiański, terytorialna, terytorialnej, terytorialne, terytorialnego

εδαφικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
territoriális, területi, a területi, parti

εδαφικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bölgesel, toprak, kara, bölge, karasal

εδαφικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
земельний, окружній, окружної, окружний, окружною, територіальна, територіальну

εδαφικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
territorial, territoriale, territorial i, territorit, territorial të

εδαφικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
териториален, териториално, териториалното, териториална, териториалната

εδαφικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
тэрытарыяльная

εδαφικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
territoriaalne, territoriaalse, territoriaalset, territoriaalsele, territoriaalsete

εδαφικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
teritorijalne, kopneni, teritorijalni, teritorijalan, teritorijalna, teritorijalno

εδαφικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
landsvæði, svæðisbundna, landhelgi, svæðisbundin, landfræðileg

εδαφικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
teritorinis, teritorinio, teritorinė, teritorinės, teritorinį

εδαφικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
teritoriāls, teritoriālā, teritoriālās, teritoriālo, teritoriālajai

εδαφικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
територијалниот, територијална, територијалната, територијални, територијалните

εδαφικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
teritorial, teritorială, teritoriale, teritoriala, teritoriului

εδαφικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
teritoriální, teritorialno, ozemeljsko, teritorialna, teritorialne, ozemeljska

εδαφικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
územní, územnej, územné, územnú, územná, územný
Τυχαίες λέξεις