Вправа στα ελληνικά
Μετάφραση: вправа, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άσκηση, άσκησης, την άσκηση, ασκήσεως, διαδικασία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- впорядковувати στα ελληνικά - κανονισμός, ρύθμιση, οργανώσει, οργανώνουν, οργανώνει, οργανώσουν, διοργανώνουν
- впорядковую στα ελληνικά - Οργάνωση, Οργανώστε, συνδικαλιστικού, Διοργάνωση, Οργανώστε τις
- вправляти στα ελληνικά - άσκηση, άσκησης, την άσκηση, ασκήσεως, διαδικασία
- вправний στα ελληνικά - αποτελεσματικός, πονηρός, πρόχειρος, δύσκολος, εύχρηστος, αποδοτικός, επιτήδειος, ...
Τυχαίες λέξεις
Вправа στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άσκηση, άσκησης, την άσκηση, ασκήσεως, διαδικασία
Μεταφράσεις: άσκηση, άσκησης, την άσκηση, ασκήσεως, διαδικασία