Λέξη: εθελοντής
Σχετικές λέξεις: εθελοντής
εθελοντής δότης μυελού των οστών, εθελοντής γείτονας, εθελοντής αιμοδότης, εθελοντής στο χαμόγελο του παιδιού, εθελοντής πυροσβέστης, εθελοντής μυελού των οστών, εθελοντής μακράς θητείας, εθελοντής πενταετούς υποχρέωσης ε.π.υ, εθελοντής στην αφρική, εθελοντής στο στρατό
Μεταφράσεις: εθελοντής
εθελοντής στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
volunteer, a volunteer, volunteers, volunteer is
εθελοντής στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
voluntario, voluntarios, voluntaria, voluntariado, de voluntarios
εθελοντής στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
freiwillige, freiwilliger, volontär, Freiwillige, freiwilligen, Freiwilliger, ehrenamtliche
εθελοντής στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
volontaire, offrir, bénévole, bénévoles, bénévolat, volontaires
εθελοντής στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
volontario, volontariato, volontari, di volontariato, volontaria
εθελοντής στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
voluntário, voluntários, voluntária, voluntariado, de voluntários
εθελοντής στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
volontair, vrijwilliger, vrijwilligers, vrijwilligerswerk, vrijwillige, vrijwilligster
εθελοντής στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
доброволец, дружинник, охотник, волонтер, добровольцев, общественных началах, на общественных началах
εθελοντής στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
frivillig, frivillige, volontøren, volontør, frivillighets
εθελοντής στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
frivillig, volontär, frivilliga, volontären
εθελοντής στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vapaaehtoinen, vapaaehtoisten, vapaaehtoisen, vapaaehtoistyötä, vapaaehtoisena
εθελοντής στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
frivillig, frivillige, frivilligt, volontør, volontøren
εθελοντής στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dobrovolník, dobrovolníkem, dobrovolníka, dobrovolnická, dobrovolnické
εθελοντής στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ochotnik, ofiarowanie, wolontariusz, ochotniczy, wolontariuszy, wolontariuszem
εθελοντής στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
önkéntes, az önkéntes, önkéntesek, önkéntesnek, önkéntesként
εθελοντής στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gönüllü, gönüllülük, gönüllü olarak, gönüllüsü
εθελοντής στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
принцип, волонтер, волонтерка
εθελοντής στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vullnetar, vullnetare, vullnetarë, vullnetarëve, vullnetar i
εθελοντής στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
доброволец, доброволци, доброволческа, доброволен, доброволчески
εθελοντής στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
валанцёр, валянтэр, валанцёрка, валянтэрка
εθελοντής στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vabatahtlik, vabatahtlike, vabatahtliku, vabatahtlikuna, vabatahtlikku
εθελοντής στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
volonter, dobrovoljac, volonterski, volontera, dobrovoljna
εθελοντής στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sjálfboðaliði, Sjálfboðaliðinn, sjálfboðaliða, sjálfboðaliðar, Sjálfboðaliðanum
εθελοντής στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
savanoris, savanorių, savanoriu, savanoriai, savanorio
εθελοντής στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
brīvprātīgais, brīvprātīgo, brīvprātīgā, brīvprātīgajam, brīvprātīgajiem
εθελοντής στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
волонтер, волонтерски, доброволец, волонтери, волонтерска
εθελοντής στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
voluntar, voluntariat, de voluntariat, voluntari, de voluntari
εθελοντής στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prostovoljec, prostovoljca, prostovoljka, prostovoljcev, volunteer
εθελοντής στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dobrovoľník, dobrovoľníka, dobrovoľníci, dobrovo, dobrovoľne
Τυχαίες λέξεις