Відділок στα ελληνικά

Μετάφραση: відділок, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δέμα, εκκαθάριση, σταθμός, περιοχή, μαχαλάς, περιφέρεια, ξέφωτο, σταθμό, σταθμού, σιδηροδρομικό, σταθμό του
Відділок στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • відділ στα ελληνικά - διχασμός, μεραρχία, τμήμα, διαίρεση, τομή, ενότητα, παράγραφο, ...
  • відділення στα ελληνικά - διακοπή, χωρισμός, διαχωρισμός, διαζύγιο, μέρος, τμήμα, ενότητα, ...
  • віддільний στα ελληνικά - διαχωριζόμενα, να διαχωριστούν, διαχωρίσιμο, διαχωρίσιμα, διαχωρισθούν
  • відділяти στα ελληνικά - χωρίζω, χωριστός, ιδιαίτερος, ξεχωριστός, ξεχωριστό, ξεχωριστή, χωριστή
Τυχαίες λέξεις
Відділок στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δέμα, εκκαθάριση, σταθμός, περιοχή, μαχαλάς, περιφέρεια, ξέφωτο, σταθμό, σταθμού, σιδηροδρομικό, σταθμό του