Годування στα ελληνικά

Μετάφραση: годування, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θρέψη, τροφή, διατροφή, διατροφής, διατροφή των
Годування στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • годувальник στα ελληνικά - στοίχημα, στοιχηματίζω, βιοπαλαιστής, βιοποριστής, προστάτη της οικογένειας, κουβαλητή, στήριγμα της οικογένειας
  • годувальниця στα ελληνικά - βάγια, νοσοκόμα, νοσηλευτή, νοσηλεύτρια, τη νοσοκόμα, η νοσοκόμα
  • годувати στα ελληνικά - καλλιεργώ, τρέφω, τροφή, ζωοτροφών, ζωοτροφές, τροφοδοσίας, των ζωοτροφών
  • годуватися στα ελληνικά - ζω, υπάρχω, τροφή, ζωοτροφών, ζωοτροφές, τροφοδοσίας, των ζωοτροφών
Τυχαίες λέξεις
Годування στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θρέψη, τροφή, διατροφή, διατροφής, διατροφή των