Гомінливий στα ελληνικά

Μετάφραση: гомінливий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκίζω, hominlyvyy
Гомінливий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • гомін στα ελληνικά - πάταγος, σαματάς, έξαρση, θόρυβος, βόμβος, Buzz, βόμβο, ...
  • гомінкий στα ελληνικά - ευχερής, εύγλωττος, εύστροφος, ταραχώδης, θορυβώδης, ανήσυχος
  • гондола στα ελληνικά - γόνδολα, λέμβος, γόνδολας, με γόνδολα, gondola
  • гонитва στα ελληνικά - κυνηγώ, επιδίωξη, άσκηση, την άσκηση, επίτευξη, αναζήτηση
Τυχαίες λέξεις
Гомінливий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκίζω, hominlyvyy