Σκίζω στα ουκρανικά

Μετάφραση: σκίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вагатися, бунтівний, розрив, зривати, розгульний, сльоза, гомінливий, бунтівливий, розкритикувати, Спочивай з миром
Σκίζω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σκίζω

σκίζω τα ρούχα μου, σκίζω ή σκίζω, σκίζω τη γάτα, σκίζω slang, σκίζω ρίζω το λεμόνι, σκίζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, σκίζω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • σκέψη στα ουκρανικά - компенсація, люб'язність, розгляд, запобігливість, увагу, увага, піклування, ...
  • σκήπτρο στα ουκρανικά - скіпетр, берло, скипетр
  • σκίουρος στα ουκρανικά - білка, білку, білки, белка
  • σκίτσο στα ουκρανικά - ескіз, накреслити, накреслювати
Τυχαίες λέξεις
Σκίζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: вагатися, бунтівний, розрив, зривати, розгульний, сльоза, гомінливий, бунтівливий, розкритикувати, Спочивай з миром