Гірко στα ελληνικά

Μετάφραση: гірко, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πικρά, τσουχτερός, στο διαιτητή, διαιτητή
Гірко στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • гірка στα ελληνικά - τσουλήθρα, ολίσθηση, διαφάνεια, slide, διαφανειών
  • гіркий στα ελληνικά - δριμύς, πικρός, πικρή, πικρό, πικρές, πικρά
  • гіркота στα ελληνικά - πικράδα, πίκρα, πικρία, πικρίας, πικρότητα
  • гіркоту στα ελληνικά - πικράδα, πίκρα, πικρία, πικρίας, πικρότητα
Τυχαίες λέξεις
Гірко στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πικρά, τσουχτερός, στο διαιτητή, διαιτητή