Державницький στα ελληνικά

Μετάφραση: державницький, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κράτος, κρατίδιο, gosudarstvennichesky
Державницький στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • деренчання στα ελληνικά - φλυαρία, φλυαρίες, φλυαρίας, τερέτισμα, chatter
  • держава στα ελληνικά - κοινοπολιτεία, υφήλιος, κατάσταση, κράτος, πολιτεία, κρατικών, κρατικές
  • державу στα ελληνικά - κοινοπολιτεία, έθνος, ισχύς, εξουσία, δύναμη, Ηλεκτρικά, τροφοδοσίας
  • держак στα ελληνικά - πιάνω, σφίγγω, συλλαμβάνω, στέλεχος, άξονα, άξονας, ατράκτου, ...
Τυχαίες λέξεις
Державницький στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κράτος, κρατίδιο, gosudarstvennichesky