Λέξη: κατήφορος

Σχετικές λέξεις: κατήφορος

κατήφορος ταινία, ο κατήφοροσ, κατήφορος λάσκαρη, ξενόπουλοσ κατήφοροσ, κατήφορος 1961, αντώνιος κατήφορος

Μεταφράσεις: κατήφορος

κατήφορος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
declivity, downhill, slippery slope, descent, the descent

κατήφορος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
declive, cuesta abajo, descenso, alpino, bajada, de descenso

κατήφορος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abhang, bergab, abwärts, Abfahrt, Downhill, Abfahrts

κατήφορος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
côte, déclivité, pente, versant, descente, talus, inclinaison, en descendant, ski, en descente, alpin

κατήφορος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
discesa, in discesa, alpino, downhill, di discesa

κατήφορος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
declive, descida, downhill, em declive, descidas

κατήφορος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bergafwaarts, downhill, bergaf, afdaling, naar beneden

κατήφορος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
покатость, отвес, скат, откос, спуск, склон, уклон, вниз, под гору, трасса скоростного спуска, спуске

κατήφορος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
nedoverbakke, downhill, utfor, nedover

κατήφορος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
utförsåkning, Downhill, nedförsbacke, neråt

κατήφορος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vietto, rinne, alamäkeä, alamäkeen, laskettelu, downhill, laskettelua

κατήφορος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
downhill, ned ad bakke, nedad, styrtløb, alpin

κατήφορος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sklon, spád, svah, z kopce, sjezd, kopce, sjezdové

κατήφορος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pochyłość, stok, spadek, w dół, zjazdowe, downhill, zjazd

κατήφορος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lesiklás, lefelé, sílesiklás, lejtőn, downhill

κατήφορος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yokuş aşağı, iniş, downhill, yokuş

κατήφορος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
схил, вниз, униз, донизу, долілиць

κατήφορος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tatëpjetë, drejt greminës, zbritje, teposhtë, greminës

κατήφορος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
склон, спускане, надолу, спускането, надолнище

κατήφορος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўніз, уніз

κατήφορος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
langus, allamäge, langusel, sõitmine, mäest alla, downhill

κατήφορος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nizbrdo, spust, spustu, spusta, nizbrdici

κατήφορος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
brun, bruni, niður, skíðabrekka, skíðabrekka í

κατήφορος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žemyn, kalnų, pakalnę, į pakalnę, nuokalnėn

κατήφορος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lejup, kalnu, lejup no kalna, taka, kalna

κατήφορος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
надолнини, спуст, спуштање, удолнина, по удолнина

κατήφορος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pantă, în jos, coborâre, alpin, downhill

κατήφορος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sklon, downhill, navzdol, spustu, spusta, spust

κατήφορος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
spád, z, v, zo, na
Τυχαίες λέξεις