Λέξη: ειλικρινής

Σχετικές λέξεις: ειλικρινής

ειλικρινής νινο, ειλικρινής ορισμός, ειλικρινής συνώνυμα, ειλικρινής κλιση, ειλικρινήσ ετυμολογία, ειλικρινής αγγλικα, ειλικρινής μεταμέλεια, ειλικρινής συνώνυμο

Συνώνυμα: ειλικρινής

ανοιχτό, ανοικτός, ανοιχτός, άδολος, ευθύς, αμερόληπτος, απευθείας, άμεσος, εγκάρδιος, ρωμαλέος, ντόμπρος, βέρος, πιστός, μετά παρρησίας, με ένα σκοπόν, ευθώς, έντιμος

Μεταφράσεις: ειλικρινής

ειλικρινής στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
forthright, candid, outspoken, frank, sincere

ειλικρινής στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
abierto, cándido, franco, candido, ingenuo, Frank, franca, sincero, francos

ειλικρινής στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
offen, ungestellt, ehrlich, offenherzig, freimütig, aufrichtig, frank, freivermerk

ειλικρινής στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
directement, sincère, impartial, naturel, franc, franchise, ingénu, ouvert, candide, droit, direct, neutre, loyal, Frank, franche, francs

ειλικρινής στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
candido, franco, schietto, Frank, franca, sincero

ειλικρινής στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
franco, Frank, franca, franquia, sincero

ειλικρινής στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
eerlijk, oprecht, openhartig, Frank, openhartige, eerlijk zijn

ειλικρινής στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
откровенный, беспристрастный, непредубежденный, искренний, душевный, выраженный, истинный, высказанный, прямой, непредвзятый, нелицеприятный, сформулированный, Фрэнк, откровенным, откровенны, откровенен

ειλικρινής στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
åpen, frimodig, åpenhjertig, oppriktig, frank, ærlig, Franks, ærlige

ειλικρινής στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
uppriktig, frank, uppriktiga, ärlig, öppenhjärtig

ειλικρινής στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
suora, avoin, suorapuheinen, vilpitön, Frank, rehellisiä, Frankin, rehellistä

ειλικρινής στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
frank, ærlig, ærlige, åbenhjertig, Franks

ειλικρινής στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přímý, přímo, nestranný, otevřeně, přirozený, otevřený, upřímný, rovnou, Frank, upřímná, upřímní, upřímně

ειλικρινής στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
jawny, prostolinijny, bezstronny, prostoduszny, prosty, rozszerzalny, otwarty, szczery, frank, szczerze, szczera, szczere

ειλικρινής στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nyomban, őszinte, Frank, nyílt, őszinték, őszinte legyek

ειλικρινής στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
açık, dürüst, içten, frank, samimi, sözlü

ειλικρινής στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
висловлений, прямій, прямий, безсторонній, щиросердний, відвертий, щирий, відверта, відверту, відверте

ειλικρινής στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i sinqertë, sinqertë, frank, të sinqertë, sinqerta

ειλικρινής στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
откровен, Франк, Frank, на Франк, откровени

ειλικρινής στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адкрыты, адкрытая, шчырая, адкрытую, шчырую

ειλικρινής στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
puhas, avameelne, sirgjooneliselt, sõnaselge, otsekohene, varjatud, Frank, avameelset, siiras

ειλικρινής στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
iskrene, periferija, otvoren, iskren, slobodan, smio, predgrađe, Frank, iskreni, iskrena, je Frank

ειλικρινής στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
opinskár, hreinskilinn, Frank, augljós, Frank sem, opinskárri

ειλικρινής στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nuoširdus, Frankas, Frank, atvirai, atviras

ειλικρινής στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atklāts, vaļsirdīgs, Frank, atklāti, atklātu

ειλικρινής στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Франк, Френк, искрен, искрена, искрени

ειλικρινής στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sincer, Frank, sinceră, sinceri, sincere

ειλικρινής στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
frank, odkrit, odkriti, odkrito, odkrita

ειλικρινής στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prímy, nestranný, úprimný
Τυχαίες λέξεις