Диктування στα ελληνικά

Μετάφραση: диктування, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπαγόρευση, ορθογραφία, υπαγόρευσης, την υπαγόρευση, ηχογράφησης, από υπαγόρευση
Диктування στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • диктор στα ελληνικά - αφηγητής, αναγγέλων, εκφωνητής, αναγγέλλων, εκφωνητή, αναγγέλλοντα
  • диктофон στα ελληνικά - υπαγόρευση, ορθογραφία, φωνογράφος, Dictaphone, Συσκευές Υπαγόρευσης, αναλογικό dictaphone με, το αναλογικό dictaphone
  • диктувати στα ελληνικά - υπαγορεύω, υπαγόρευση, υπαγορεύουν, υπαγορεύει, υπαγορεύσει, επιβάλλουν
  • дикун στα ελληνικά - άγριος, βάρβαρος, Savage, άγρια, άγριο, άγριες
Τυχαίες λέξεις
Диктування στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπαγόρευση, ορθογραφία, υπαγόρευσης, την υπαγόρευση, ηχογράφησης, από υπαγόρευση