Υπαγόρευση στα ουκρανικά
Μετάφραση: υπαγόρευση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
диктофон, диктування, розпорядження, наказу, диктант
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπαγόρευση
υπαγόρευση κειμένου, μουσική υπαγόρευση, φωνητική υπαγόρευση, υπαγόρευση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, υπαγόρευση στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- υπήκοος στα ουκρανικά - предмет, підвладний, піддавати, підлеглий, тема, Національний, Національна, ...
- υπαγορεύω στα ουκρανικά - диктувати, наказ, продиктувати, диктуватиме, диктуватимуть
- υπαινίσσομαι στα ουκρανικά - нещирість, натякати, натякатиме, натякатимуть
- υπαινιγμός στα ουκρανικά - мрячно, натяк, згадка, туманно, готелі, натякання, натякати, ...
Τυχαίες λέξεις
Υπαγόρευση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: диктофон, диктування, розпорядження, наказу, диктант
Μεταφράσεις: диктофон, диктування, розпорядження, наказу, диктант