Дожидати στα ελληνικά
Μετάφραση: дожидати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιμένω, αναμένω, περιμένετε, περιμένει, περιμένουμε, wait
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- додому στα ελληνικά - σπίτι, Αρχική σελίδα, το σπίτι, στο σπίτι, σπιτιού
- дож στα ελληνικά - δόγη, Doge, δόγης, του δόγη, Το Doge
- доза στα ελληνικά - δοσολογία, δόση, δόσης, τη δόση, της δόσης, δόσεων
- дозволений στα ελληνικά - εξουσιοδοτημένο, εξουσιοδοτημένος, επιτρέπεται, εξουσιοδότησε, εγκριθεί
Τυχαίες λέξεις
Дожидати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιμένω, αναμένω, περιμένετε, περιμένει, περιμένουμε, wait
Μεταφράσεις: περιμένω, αναμένω, περιμένετε, περιμένει, περιμένουμε, wait