Λέξη: τραυματισμένος
Μεταφράσεις: τραυματισμένος
τραυματισμένος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
wounded, injured, traumatized, hurt, scar
τραυματισμένος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
herido, lesionado, heridos, lesionada, heridas
τραυματισμένος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
angeschlagen, verwundete, angeschossen, verletzt, verletzten, verletzte, Geschädigten, Verletzungen
τραυματισμένος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
blessés, blessé, blessâmes, blessées, blessa, blessai, blessée, blessèrent, lésé, lésée
τραυματισμένος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ferito, feriti, infortunato, lesa, è infortunato
τραυματισμένος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ferido, feridos, feridas, lesionado, lesada
τραυματισμένος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aangeschoten, gewond, gewonden, gewonde, benadeelde, verwond
τραυματισμένος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пострадавший, ранения, ранены, ранен, травму
τραυματισμένος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skadet, skadde, skadd, skade, såret
τραυματισμένος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skadade, skadad, skadades, skadas, skade
τραυματισμένος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
haavoittunut, loukkaantunut, loukkaantui, loukkaantuneiden, loukkaantuneita, loukkaantuu
τραυματισμένος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
såret, sårede, tilskadekomne, skadet, han var skadet
τραυματισμένος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
raněný, zraněný, poraněný, zraněn, zraněno, zraněných
τραυματισμένος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ranny, rannych, faulowany, kontuzjowany, kontuzji
τραυματισμένος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sérült, megsérült, károsult, sebesült
τραυματισμένος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yaralı, yaralandı, Sakatlar, sakatlandı, yaralanan
τραυματισμένος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
заведений, постраждалий, потерпілий, постраждав, який постраждав, що постраждав
τραυματισμένος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i dëmtuar, plagosur, plagosën, lënduar, të plagosur
τραυματισμένος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ранения, пострадал, ранен, ранени, контузен, пострадалото
τραυματισμένος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пацярпелы, пацярпеў, які пацярпеў, пацярпеўшы
τραυματισμένος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
haavatud, kahjustatud, vigastada, vigastatud, kannatanu, kahju kannatanud
τραυματισμένος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ranjenici, ozlijeđen, ozlijeđeno, ozlijedio, ozlijeđeni, ozlijeđena
τραυματισμένος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
slasaður, meiddur, slasast, slasaðra, slasaðir
τραυματισμένος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nukentėjęs, sužeisti, sužeistas, sužeista, gana rimtai sužeistas
τραυματισμένος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ievainots, savainots, ievainoti, cietusī, ievainoto
τραυματισμένος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
повредени, повреден, беа повредени, се повредени, повредените
τραυματισμένος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
accidentat, răniți, rănit, rănite, vătămate
τραυματισμένος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ranjenih, Vprašanje, poškodovan, poškodovanih, poškodoval
τραυματισμένος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
poranený, ranený, zranenie, Poranenú, z rany
Τυχαίες λέξεις