Λέξη: κομιστής

Σχετικές λέξεις: κομιστής

κομιστής επιταγής εξ αναγωγής, κομιστής του dvd, κομιστής επιταγής, κομιστής εξ αναγωγής, κομιστής ορισμός, κομιστής dvd, κομιστής συναλλαγματικής, κομιστής ετυμολογία, ο κομιστής

Συνώνυμα: κομιστής

φορέας, τραυματιοφορέας, νεκροπομπός, έδρανο, στήριγμα, μεταφορέας, μεταφορικό όχημα, σχάρα αποσκευών

Μεταφράσεις: κομιστής

κομιστής στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bearer, carrier, holder, wearer, bearer of

κομιστής στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
portador, portador de, portadora, al portador, soporte

κομιστής στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
inhaber, überbringer, träger, Inhaber, Träger, Inhaber lautende, Inhaber lautende Stück

κομιστής στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
porteur, détenteur, sommier, support, possesseur, titulaire, au porteur, porteuse

κομιστής στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
portatore, vettore, titolare, al portatore, portatrice, porta, portante

κομιστής στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
portador, portadora, ao portador, portador de, portadora de

κομιστής στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
drager, toonder, aan toonder, houder

κομιστής στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
прогон, проводник, носильщик, владелец, санитар, предъявитель, подушка, носитель, обладатель, податель, тот, носителем, предъявителя, на предъявителя

κομιστής στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bærer, innehaver, bæreren

κομιστής στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bärare, bäraren, innehavarens

κομιστής στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
haltija, esittäjä, tuoja, haltijakohtainen, siirtotie, siirtotien, verkkopalvelun

κομιστής στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ihændehaver, bærer, bæreren, ihændehaverens, ihændehaveren

κομιστής στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
doručitel, nosič, držitel, majitel, nositel, posel, nositelem, doručitele

κομιστής στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nosiciel, okaziciel, wspornik, przedstawiciel, posiadacz, okaziciela, na okaziciela, nośnik

κομιστής στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gyám, támfa, tulajdonos, vivő, bemutatóra szóló, módja, hordozója

κομιστής στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sahip, taşıyıcı, hamiline, hamiline yazılı, bearer, konumlandıncı

κομιστής στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
подавець, пред'явник, той, носильник, отой, носій

κομιστής στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bartës, bartësi, shqyrtari, shqyrtari i, bartëse

κομιστής στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
носител, приносител, на приносител, носител на, знаменосец

κομιστής στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прад'яўнік, прад'яўніка

κομιστής στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
esitaja, kandja, esitajaaktsiad, esitajaväärtpaberite, esitajaaktsiaid

κομιστής στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nositelj, nosilac, nosač, nositelja, nositeljica, nositelju

κομιστής στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
handhafi, flutningsmáta, skrifi, handhafa, flutningsmáti, Handhafi

κομιστής στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nešėjas, savininkas, nešmena, ne¹mena, pareikštinės

κομιστής στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nesējs, uzrādītāja, nesºjs, turētājam, nesēju

κομιστής στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
носител, носителот, носителот на, носител на, доносител

κομιστής στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
purtător, la purtător, purtător de, bearer, Purtãtor

κομιστής στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nosník, posel, nosilec, prinosnika, nosilka, prinosniške, prenašalec

κομιστής στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nosník, nosič, Držiak
Τυχαίες λέξεις