Доза στα ελληνικά

Μετάφραση: доза, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δοσολογία, δόση, δόσης, τη δόση, της δόσης, δόσεων
Доза στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • дож στα ελληνικά - δόγη, Doge, δόγης, του δόγη, Το Doge
  • дожидати στα ελληνικά - περιμένω, αναμένω, περιμένετε, περιμένει, περιμένουμε, wait
  • дозволений στα ελληνικά - εξουσιοδοτημένο, εξουσιοδοτημένος, επιτρέπεται, εξουσιοδότησε, εγκριθεί
  • дозволити στα ελληνικά - υποτροφία, επιχορηγώ, επίδομα, επιτρέπω, χορηγώ, άδεια, αφήνω, ...
Τυχαίες λέξεις
Доза στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δοσολογία, δόση, δόσης, τη δόση, της δόσης, δόσεων