Друкований στα ελληνικά
Μετάφραση: друкований, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τυπογράφος, τυπωμένα, τυπωμένο, τυπωμένες, εκτυπώνονται, εκτυπωθεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- друкарський στα ελληνικά - τυπογραφικός, τυπογραφική, τυπογραφικά, τυπογραφικών, τυπογραφικές
- друкарі στα ελληνικά - εκτύπωση, εκτυπωτές, εκτυπωτών, τους εκτυπωτές, οι εκτυπωτές, εκτυπωτές που
- друкування στα ελληνικά - εκτύπωση, εκτύπωσης, την εκτύπωση, η εκτύπωση, εκτυπώσεως
- друкувати στα ελληνικά - είδος, δακτυλογραφώ, Εκτύπωση, εκτύπωσης, print, τυπωμένη ύλη, η τυπωμένη ύλη
Τυχαίες λέξεις
Друкований στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τυπογράφος, τυπωμένα, τυπωμένο, τυπωμένες, εκτυπώνονται, εκτυπωθεί
Μεταφράσεις: τυπογράφος, τυπωμένα, τυπωμένο, τυπωμένες, εκτυπώνονται, εκτυπωθεί