Λέξη: κόπανος

Σχετικές λέξεις: κόπανος

κόπανος κρέατος, κόπανος ελαστικά, κόπανος ξάνθη, κόπανος λάστιχα, βασίλης κόπανος, κόπανος συνώνυμα, χρήστος κόπανος

Συνώνυμα: κόπανος

τίναγμα, αιφνίδια κίνηση, απότομη κίνηση, νευρικό ανεπιτήδειο άτομο, νευρικό απρόσεκτο άτομο, μεγάλη σφύρα, κόπανος σίτου, ξύλινο σφυρί, έμβολο

Μεταφράσεις: κόπανος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
jerk, maul, rammer, flail, mallet
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sacudida, tirón, idiota, jerk, imbécil
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zuckung, sprung, ruck, schwachkopf, dummkopf, satz, schnellen, zucken, ruckweise, reflex, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tirailler, poire, déchirer, saccade, bousculer, idiot, andouille, arracher, abruti, saccader, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sobbalzo, scossa, strappo, strattone, coglione
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
zombar, empurrão, idiota, puxão, babaca, condimentado
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schok, schokken, ruk, eikel, jerk, geroosterde
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дернуться, рвануть, сатуратор, вздрагивание, ничтожество, дергаться, поспешить, рефлекс, ублюдок, рывок, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rykk, rykke, jerk, dust, idiot, tosk
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stöt, ryck, rycka, ryckning, jerk, idiot, fjant, rycker
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
temmata, tärähdys, nykiä, vetäisy, vetäistä, nykäisy, tempoa, ääliö, jerk, työntö, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ryk, jerk, fjols, idiot
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
škubat, trhnout, trhnutí, hlupák, trhat, náraz, cloumat, škubnout, blbec, vůl, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
szarpniecie, szarpnąć, cymbał, targnięcie, świr, pchnięcie, targać, drgnięcie, głupek, szarpać, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hülyegyerek, megrándulás, lódítás, rántás, bunkó, jerk, barom
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
silkme, sarsma, pislik, jerk, salak, refleksi, sarsıntı
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ривок
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
hov, dridhje, hov të, përpjetë, hedhje
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
идиот, друсане, дръпване, рязко движение
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рывок
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
jõnks, sikutama, rapsama, tolvan, sakutama, raksak, nõksatama, rappuma
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pizdek, trnuti, povući, pizdun, trzati, glupan, trzaj, mamlaz, sušiti
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skíthæll
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
trūkčioti, Suskubo, jerk, mėšlungiškai krūpčioti
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
paraut, grūdiens, raut, jerk, kaltēt
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
непредвидлива, кретен, Интуитивниот, идиот, нагло движење
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
zdruncinătură, smucitură, nemernic, nesimțit, tresar, hurducătură
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
cukat, jerk, kreten, bedak, tepec, sunka
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
blbec, hlupák, blázon
Τυχαίες λέξεις