Економний στα ελληνικά

Μετάφραση: економний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λιτός, φειδωλός, οικονομικός, οικονομική, οικονομικό, οικονομικά, οικονομικές
Економний στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • економити στα ελληνικά - εκτός, αποθηκεύσετε, σώσει, εξοικονομήσει, να αποθηκεύσετε
  • економка στα ελληνικά - οικονόμος, οικονόμο, οικονόμου, την οικονόμο, οικιακή βοηθός
  • економте στα ελληνικά - Αποθήκευση, κερδίστε, Save, Εκτός, Εξοικονομήστε
  • економічний στα ελληνικά - φειδωλός, οικονομικός, οικονομική, οικονομικής, οικονομικών, οικονομικές
Τυχαίες λέξεις
Економний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λιτός, φειδωλός, οικονομικός, οικονομική, οικονομικό, οικονομικά, οικονομικές