Λέξη: λογοκλοπή
Σχετικές λέξεις: λογοκλοπή
λογοκλοπή ορισμός, λογοκλοπή λογισμικό, λογοκλοπή εαπ, λογοκλοπή νομοθεσία, λογοκλοπή απθ, λογοκλοπή πανεπιστήμια, λογοκλοπή ελεγχος, λογοκλοπή τομαή, λογοκλοπή συνεπειες
Συνώνυμα: λογοκλοπή
παχνί, κούνια, κρεβατάκι, φάτνη, σταύλος, λογοκλοπία
Μεταφράσεις: λογοκλοπή
λογοκλοπή στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
plagiary, plagiarism, crib, of plagiarism, plagiarism is
λογοκλοπή στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
plagio, el plagio, plagios, de plagio, plagiar
λογοκλοπή στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Plagiat, Plagiate, Plagiats, Plagiaten
λογοκλοπή στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
plagiaire, plagiat, le plagiat, de plagiat, du plagiat, plagiats
λογοκλοπή στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
plagio, il plagio, di plagio, plagi, plagiarism
λογοκλοπή στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
plágio, o plágio, de plágio, plagiarism, plágios
λογοκλοπή στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
plagiaat, van plagiaat, plagiaat te, plagiaatcontrole
λογοκλοπή στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
плагиатор, плагиат, плагиата, плагиатом, плагиате
λογοκλοπή στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
plagiat, plagiering, Plagiarism, plagierings
λογοκλοπή στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
plagiat, plagiering, plagierings, plagiarism
λογοκλοπή στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
plagiointi, plagiointia, plagioinnista, plagioinnin, plagiointiin
λογοκλοπή στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
plagiat, plagiering, et plagiat, Plagiarism, plagiat En
λογοκλοπή στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
plagiátor, plagiátorství, plagiát, plagiarism, plagiátů, plagiáty
λογοκλοπή στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
plagiat, plagiator, plagiatu, plagiatem, plagiarism, plagiaty
λογοκλοπή στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
plagizátor, plágium, plagizálás, a plágium, plágiumnak
λογοκλοπή στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
intihal, plagiarism, eser hırsızlığı
λογοκλοπή στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
плагіатор, плагіат, плагиат
λογοκλοπή στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
plagjiaturë, plagjiatura, plagjiat, plagjiaturë e, plagjiaturën
λογοκλοπή στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
плагиат, плагиатство, плагиатството, плагиаризъм, в плагиатство
λογοκλοπή στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
плагіят
λογοκλοπή στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
plagieerimise, plagiaat, plagiaati, plagieerimisega, plagieerimist
λογοκλοπή στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
plagijat, prisvajanje, plagiranje, plagijati, plagiranja
λογοκλοπή στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ritstuldur
λογοκλοπή στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
plagiatas, plagijavimo, plagijavimas, plagiatą, Plagiarism
λογοκλοπή στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
plaģiāts, plaģiātu, plaģiātisms
λογοκλοπή στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
плагијати, плагијат, плагијаторство, плагијатот
λογοκλοπή στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
plagiat, plagiatul, plagiatului, de plagiat, plagiarism
λογοκλοπή στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
plagiátor, plagiatorstvo, plagiat, plagiatov, plagiatorstva, Plagijat
λογοκλοπή στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
plagiátor, plagiátorstvo, plagiátorstvu, plagiátorstva
Τυχαίες λέξεις