Жестикулювати στα ελληνικά

Μετάφραση: жестикулювати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χειρονομία, γνέφω, χειρονομώ, κίνηση, χειρονομίας, χειρονομία που
Жестикулювати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • жертовник στα ελληνικά - βωμός, βωμό, θυσιαστήριο, βωμού, θυσιαστηρίου
  • жест στα ελληνικά - χειρονομώ, γνέφω, χειρονομία, κίνηση, χειρονομίας, χειρονομία που
  • жестикулюйте στα ελληνικά - χειρονομώ, χειρονομίες, κινήσεις, χειρονομιών, τις χειρονομίες, κινήσεων
  • жестикуляція στα ελληνικά - χειρονομία, gesticulation, χειρονομίες, νεύματα
Τυχαίες λέξεις
Жестикулювати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χειρονομία, γνέφω, χειρονομώ, κίνηση, χειρονομίας, χειρονομία που