Γνέφω στα ουκρανικά

Μετάφραση: γνέφω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сигналізувати, сигнал, жестикулювати, рухливий, кивніть, жест, вабити, манити, кликати, манить, волокти
Γνέφω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γνέφω

γνέφω ετυμολογία, γνέφω καταφατικά, γνέφω συνώνυμα, γνέφω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, γνέφω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • γλώσσα στα ουκρανικά - виключний, лангуст, попід, піді, промову, баритися, підошва, ...
  • γνέθω στα ουκρανικά - крутити, кружляння, крутитися, прясти, спин, спін
  • γνήσια στα ουκρανικά - щиро, справжній, справжнє, фактичний
  • γνήσιος στα ουκρανικά - дійсний, непідробний, непідроблений, вірогідний, автентичний, істинний, справжній, ...
Τυχαίες λέξεις
Γνέφω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: сигналізувати, сигнал, жестикулювати, рухливий, кивніть, жест, вабити, манити, кликати, манить, волокти