Λέξη: απολίθωμα

Σχετικές λέξεις: απολίθωμα

απολίθωμα δράκου βρέθηκε στην κίνα, μπρεζνιεφικό απολίθωμα, απολίθωμα δράκου, το απολίθωμα, απολίθωμα αμμωνίτης, ζωντανό απολίθωμα

Συνώνυμα: απολίθωμα

απολίθωση

Μεταφράσεις: απολίθωμα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fossil, petrifaction, fossil of, the fossil, fossils
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fósil, fósiles, fósil de, de fósiles
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fossil, versteinerung, versteinert, fossilen, fossiler, fossile, Fossilien
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
antédiluvien, fossile, fossiles, fossilisé
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fossile, fossili, fossile di
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fósseis, fóssil, petrificado, fossil, fóssil de, de fósseis
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verstening, fossiel, fossiele, van fossiele, de fossiele, fossielen
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
несовременный, окаменелый, окаменелость, зубр, ископаемое, ископаемого, ископаемых, ископаемых видов
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fossil, fossilt, fossile, av fossilt
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fossil, fossila, fossilt, av fossila
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kivettymä, fossiili, kala, fossiilinen, fossiilisten, fossiilisia, fossiilisista
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fossil, forstening, fossile, fossilt, af fossile, af fossilt
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
předpotopní, fosilní, zkamenělina, zkamenělý, fosílie, fosilních, na fosilní, fosilního, z fosilních
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
skamieniałość, wykopalisko, skamielina, skamieniały, kopalny, kopal, przedpotopowy, odlew, kopalnych
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kövület, fosszilis, a fosszilis, fosszilis eredetű, megkövesedett
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
fosil, taşıl, fosili, fosilin, bir fosil
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
скам'янілість, викопне, копалина, копалину, копалини, ископаемое
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fosil, fosile, fosili, fosile të, fosileve
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
фосил, окаменелия, изкопаемо, изкопаем, вкаменелост, изкопаеми
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
выкапень, выкапнёвае
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kivistis, fossiil, fossiilne, fossiilsete, fossiilseid, sisu fossiil, fossiilse, fossiilsetest
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
iskopina, fosilni, okamina, fosil, fosilnih, fosilna, fosilnog
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
steingervingur, jarðefna, jarðefnaeldsneytis, jarðefnaeldsneyti
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
iškastinio, iškastinį, iškastinis, iškastinio kuro, iškastiniu
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
fosilija, izrakteņu, fosilo, fosilās, fosilā, fosilais
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
фосилни, фосилните, фосил, фосилно, на фосилни
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fosilă, fosil, fosili, fosile, fosilelor
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
fosilní, fosilnih, fosilni, fosilnega, fosilna, fosilno
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
fosílne, fosílnych, fosílny, fosílnej, fosílnymi
Τυχαίες λέξεις