Загалом στα ελληνικά
Μετάφραση: загалом, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γενικά, εντελώς, σε γενικές γραμμές, σε γενικές, εν γένει, γενικότερα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- загадковість στα ελληνικά - μαγεία, μυστικισμό, μυστήριο, αίγλη, μύθος
- загал στα ελληνικά - κοινότητα, ωκεανός, ραμφίζω, στρατός, γενικά, γενικώς, γένει, ...
- загальмувати στα ελληνικά - τροχοπεδώ, φρένο, φρενάρω, διακοπή, διάσπαση, θραύση, διάλειμμα, ...
- загальна στα ελληνικά - ολικός, χαρακτηριστικός, σύνολο, συνολικά, συνολική, συνολικής, γενική, ...
Τυχαίες λέξεις
Загалом στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γενικά, εντελώς, σε γενικές γραμμές, σε γενικές, εν γένει, γενικότερα
Μεταφράσεις: γενικά, εντελώς, σε γενικές γραμμές, σε γενικές, εν γένει, γενικότερα