Законно στα ελληνικά

Μετάφραση: законно, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συντρίβω, γλείφω, τεκμηρίωση, νικώ, δικαιολογία, αιτιολογία, νόμιμα, νομίμως, νομικά, νομικώς, νομική
Законно στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • закони στα ελληνικά - δικηγόρος, νομοθεσία, νομοθεσίας, τη νομοθεσία, της νομοθεσίας, ρύθμιση
  • законний στα ελληνικά - νόμιμος, θεμιτός, δικαιολογημένης, νόμιμο, έννομο
  • законність στα ελληνικά - νομιμότητα, νόμιμος, νομιμότητας, τη νομιμότητα, της νομιμότητας, νομιμότητά
  • законодавець στα ελληνικά - νομοθέτης, νομοθέτη, νομοθέτη της
Τυχαίες λέξεις
Законно στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συντρίβω, γλείφω, τεκμηρίωση, νικώ, δικαιολογία, αιτιολογία, νόμιμα, νομίμως, νομικά, νομικώς, νομική