Λέξη: νόρμα
Σχετικές λέξεις: νόρμα
νόρμα ορισμός, νόρμα πίνακα, νόρμα υπόθεση, νόρμα μπελίνι υπόθεση, νόρμα όπερα, νόρμα ρέι, νόρμα μπελίνι, νόρμα στιτζ, νόρμα συνώνυμα, νόρμα λεξικό
Μεταφράσεις: νόρμα
νόρμα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
norm, a norm, norm of, the norm
νόρμα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
estándar, pauta, norma, normas, normativa, la norma, norma de
νόρμα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
durchschnitt, mittel, norm, typ, regel, Norm, Regel
νόρμα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
moyenne, norme, normes, règle, la norme, normale
νόρμα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
norma, normativa, regola, norm
νόρμα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
normas, meio-dia, norma, regra, normal, norma de
νόρμα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gemiddeld, standaardmaat, gemiddelde, regel, norm, norm is, normen
νόρμα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
образец, стандарт, норматив, норма, нормой, нормы, норму, норме
νόρμα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
norm, normen, normale
νόρμα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
norm, normen, regel
νόρμα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vakio, sääntö, normi, standardi, keskiarvo, normin, norm, normina
νόρμα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
norm, normen, reglen
νόρμα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
norma, normou, standard, normu, standardem
νόρμα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
normatyw, norma, normą, normy, normę, Kod ekologiczny
νόρμα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
norma, normatíva, normát, szabvány, norm, normává
νόρμα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ortalama, düzgü, norm, örnek, normu, kural, standart, bir norm
νόρμα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
норматив, норма, норму, євро
νόρμα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
normë, norma, normë e, norme, norma e
νόρμα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
норма, стандарт, нормата, норми
νόρμα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
норма
νόρμα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
norm, normiks, normi, normist, normiga
νόρμα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
standard, obrazac, norma, pravilo, mjerilo, norme, normom
νόρμα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
norm, viðmið
νόρμα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vidurkis, norma, normos, įprasta, normą
νόρμα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vidusmērs, caurmērs, norma, normu, normai, normas
νόρμα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
норма, нормата, правило, норми
νόρμα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
medie, normă, norma, norme, normei, norm
νόρμα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
norma, norm, normativ, normo
νόρμα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
norma, normy, normu, norme
Τυχαίες λέξεις