Запас στα ελληνικά
Μετάφραση: запас, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απόθεμα, κομπόδεμα, κρατημένος, αποθηκεύω, βάζω, επιφυλακτικός, μαγαζί, στοκ, μετοχή, αποθέματος, αποθεμάτων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- запаморочення στα ελληνικά - κολύμπι, ζάλη, ζαλάδα, ζάλης, η ζάλη, ίλιγγο
- запаморочливий στα ελληνικά - ζαλισμένος, ζάλη, ζαλάδα, ζάλης, ζαλισμένοι
- запасати στα ελληνικά - απόθεμα, κρατημένος, επιφυλακτικός, κομπόδεμα, κατάστημα, καταστήματος, αποθήκη, ...
- запаси στα ελληνικά - απόθεμα, παρακρατώ, αποθέματα, αποθεμάτων, τα αποθέματα, των αποθεμάτων, μετοχές
Τυχαίες λέξεις
Запас στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απόθεμα, κομπόδεμα, κρατημένος, αποθηκεύω, βάζω, επιφυλακτικός, μαγαζί, στοκ, μετοχή, αποθέματος, αποθεμάτων
Μεταφράσεις: απόθεμα, κομπόδεμα, κρατημένος, αποθηκεύω, βάζω, επιφυλακτικός, μαγαζί, στοκ, μετοχή, αποθέματος, αποθεμάτων