Λέξη: ομότιμος

Σχετικές λέξεις: ομότιμος

ομότιμος συνώνυμα, ομότιμοσ επίτιμοσ, ομότιμος καθηγητής, ομότιμος καθηγητής στα αγγλικά, ομότιμος καθηγητής αγγλικά, ομότιμος καθηγητής μετάφραση, ομότιμος καθηγητής α. μάλλιος

Συνώνυμα: ομότιμος

ισάξιος, ίσος, ευπατρίδης

Μεταφράσεις: ομότιμος

ομότιμος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
peer, Emeritus, emeritus of, peers

ομότιμος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
par, mirar, igual, pares, asomarse

ομότιμος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
peer, seinesgleichen, gleichrangige, gleichrangiger, Peer, gleichen, blicken

ομότιμος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
personne, pair, plat, égal, ras, pairs, peer, par les pairs, les pairs

ομότιμος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pari, scrutare, sbirciare

ομότιμος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
par, espreitar, pares, perscrutar, espiar, igual

ομότιμος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
staren, aanstaren, turen, Bestandenuitwisseling, gluren

ομότιμος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
заглядывать, выглядывать, всматриваться, ровня, вглядываться, присматриваться, проглядывать, показываться, пэр, равный, заглянуть, сверстников

ομότιμος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
peer, likemann, node, kikke

ομότιμος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
inbördes, refereegranskad, refereegranskat, refereegranskad vetenskaplig

ομότιμος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yhdenvertainen, pääri, tiirailla, yhdenveroinen, tähyillä, peer, Vertaistyöskentely

ομότιμος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
peer

ομότιμος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rovný, osoba, peer, nahlédnout

ομότιμος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
para, równorzędność, wygląd, papuga, równoprawność, patrzenie, wyzierać, przyglądać, rówieśnik, opinia, par, zajrzeć, wzajemnej

ομότιμος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
egyenrangú, peer, szakértői

ομότιμος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
akran, eş, eşler, meslektaşların, emsal

ομότιμος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вдивлятися, рівний, удивлятися, переглядати, пер, вдивлятись

ομότιμος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shikoj nga afër, del, peer, të kolegëve, i kolegëve

ομότιμος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
взирам се, надничам, партньорската, партньорска, надникне

ομότιμος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўзірацца, узірацца, ўглядацца, углядацца, аглядацца

ομότιμος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
piiluma, võrdne, peer, vastastikune, noored noortele, vastastikuseks

ομότιμος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
jednakovrijedan, lord, plemić, viriti, vršnjak, motriti, peer

ομότιμος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
jafningi, peer, jafningja, pörum

ομότιμος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įsižiūrėti, peer, tarpusavio, kolegų, bendraamžių

ομότιμος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
peer, vienaudžu, vienādranga, salīdzinošā, vienaudzim

ομότιμος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пер, пир, peer, врсничка, ѕирне

ομότιμος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
egal, egal la egal, la egal la egal, Peer

ομότιμος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kolega, peer, strokovno, kolegov, stikom, medsebojno strokovno

ομότιμος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kolega, peer, rovnocenných, typu peer
Τυχαίες λέξεις