Косо στα ελληνικά
Μετάφραση: косо, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λοξά, στραβά, λοξός, πλαγίως, πλάγια, λοξώς, λοξή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- космос στα ελληνικά - διάστημα, χώρος, χώρο, χώρου, κόπηκε
- космічний στα ελληνικά - διάστημα, χώρος, χώρο, χώρου, κόπηκε
- косоокий στα ελληνικά - γκαβός, αλλήθωρος, στραβίζει, στραβισμό, με σύγκλιση, έχει στραβισμό
- косоокість στα ελληνικά - λοξοκοιτάζω, στραβισμός, στραβισμού, στραβισμό, του στραβισμού, ο στραβισμός
Τυχαίες λέξεις
Косо στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λοξά, στραβά, λοξός, πλαγίως, πλάγια, λοξώς, λοξή
Μεταφράσεις: λοξά, στραβά, λοξός, πλαγίως, πλάγια, λοξώς, λοξή