Лялечка στα ελληνικά
Μετάφραση: лялечка, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρυσαλλίδα, νύμφη, χρυσαλίδες, νύμφης, της νύμφης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- лякатися στα ελληνικά - συνεσταλμένος, ντροπαλός, δειλός, διστάζω, δειλιώ, Boggle, φοβισμένο
- лякливий στα ελληνικά - τρομακτικός, άγριος, άγρια, άγριων, άγριου, άγριας
- лялечки στα ελληνικά - μαθητής, μαθήτρια, χρυσαλίδες, χρυσαλίδων, χρυσαλλίδες, pupae, χρυσαλλίδων
- лялька στα ελληνικά - κούκλα, πιπίλα, κούκλας, κούκλες, doll, κουκλών
Τυχαίες λέξεις
Лялечка στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρυσαλλίδα, νύμφη, χρυσαλίδες, νύμφης, της νύμφης
Μεταφράσεις: χρυσαλλίδα, νύμφη, χρυσαλίδες, νύμφης, της νύμφης