Λέξη: φάντασμα
Σχετικές λέξεις: φάντασμα
φάντασμα σε αγώνα, φάντασμα σε νοσοκομείο, φάντασμα στο γήπεδο, φάντασμα στην εξέδρα την ώρα ενός αγώνα ποδοσφαίρου, φάντασμα άντρα τρέχει σε κερκίδα γηπέδου στη βολιβία (βίντεο), φάντασμα άντρα τρέχει σε κερκίδα γηπέδου στη βολιβία, φάντασμα καλόγριας αναστάτωσε τους πιστούς εκκλησίας, φάντασμα έκανε την εμφάνισή του σε γήπεδο της βολιβίας, φάντασμα σε φωτογραφία από κινητό τηλέφωνο, φάντασμα σε γήπεδο
Συνώνυμα: φάντασμα
μπαμπούλας, στοιχείο, νεράιδα, ξωτικό, τζίνι, πνεύμα, νάνος, καλικάντζαρος, φάσμα, φάντασμα νεκρού, όραμα, εμφάνιση, οπτασία
Μεταφράσεις: φάντασμα
φάντασμα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ghost, apparition, phantom, specter, spook, phantasm
φάντασμα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aparición, fantasma, aparecimiento, fantasmas, del fantasma, fantasma de, espíritu
φάντασμα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schreckgespenst, spuk, gespenst, trugbild, erscheinung, geistererscheinung, doppelbild, geist, Geist, Gespenst, Geister, Ghost
φάντασμα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
revenant, ombre, spectre, fantôme, âme, fantasme, ombrage, apparition, esprit, vision, phénomène, Esprit, fantômes, ghost
φάντασμα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fenomeno, fantasma, spettro, spirito, apparizione, fantasmi, del fantasma
φάντασμα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aparição, fantasma, Santo, do fantasma, fantasmas, espírito
φάντασμα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verschijning, geest, schim, spook, blinde, ghost, het Spook
φάντασμα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
появление, марево, предлог, душа, дух, видение, повод, привод, привидение, призрак, призрака, призраком
φάντασμα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
spøkelse, ånd, gjenferd, ghost, spøkelses, spøkelset, Ånds
φάντασμα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
spöke, vålnad, skepnad, ghost, spöket, spöken, Anden
φάντασμα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kyöpeli, kummitus, aave, haamu, Hengen, ghost
φάντασμα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
spøgelse, ånd, Ghost, spøgelset, Aand
φάντασμα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
stín, duch, strašidlo, přízrak, zjev, zjevení, objevení, jev, duchů, ghost, ducha
φάντασμα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pojawienie, zjawa, upiór, ukazanie, widmo, cień, aparycja, duch, objawienie, zjawisko, ducha, duchem
φάντασμα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lélek, szellem, kísértet, ghost, szelleme, szellemet
φάντασμα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ruh, cin, olay, görünüş, hayalet, ghost, hayaleti, bir hayalet
φάντασμα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
привид, мару, марево, примару, бачення, привід, мара, примара, призрак
φάντασμα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fantazmë, ghost, shpirt, fantazma, shpirti i
φάντασμα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
привидение, призрак, Ghost, дух, на призраците, Призрачен
φάντασμα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прывід, здань
φάντασμα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vaim, kummitus, Vaimu, ghost, hinge
φάντασμα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pojava, prikaza, duha, sablast, avet, duh, utvara, Ghost, duhova, duhom, duhovi
φάντασμα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
afturganga, draugur, andi, draugurinn, draug, draugar
φάντασμα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dvasia, šmėkla, vaiduoklis, ghost, vaiduoklių, vėlių
φάντασμα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
spoks, parādība, rēgs, spoku, ghost, dubultattēls, savu spoku
φάντασμα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
духот, Дух, сениште, духови, Ghost
φάντασμα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fantomă, fantoma, ghost, stafie
φάντασμα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
duh, duhov, ghost, prikazen, meglena
φάντασμα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zjavenie, duch, ducha