Λέξη: φούρναρης
Σχετικές λέξεις: φούρναρης
φούρναρης λάρνακα, φούρναρης κύπρος, φούρναρης ηλεκτρικές συσκευές, ονειροκρίτησ φούρναρησ, φούρναρησ βικιπαιδεια, ερωτευμένος φούρναρης, απόστολος φούρναρης, φούρναρης χρυσή αυγή
Μεταφράσεις: φούρναρης
φούρναρης στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
baker, a baker, the baker
φούρναρης στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
panadero, hornero, baker, de Baker, del panadero
φούρναρης στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bäcker, Bäcker, Baker, Bäckers
φούρναρης στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
boulanger, Baker, boulangerie, boulangère, de Baker
φούρναρης στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
panettiere, fornaio, Baker, Panetteria, di Baker
φούρναρης στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
padeiro, Baker, padaria, do padeiro, o padeiro
φούρναρης στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bakker, Baker, van Baker, bakkers, bakkerij
φούρναρης στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
булочник, пекарь, хлебопек, хлебник, хлебопёк, Бейкер, Baker, Бейкера
φούρναρης στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
baker, Baker, bakeren, bake, i Baker
φούρναρης στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bagare, Baker, bageri, bagaren, bagar
φούρναρης στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
meriruutana, leipuri, Baker, Bakerin, taloushunajaa, leipurin
φούρναρης στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bager, Baker, bageren, bagerihonning, af Baker
φούρναρης στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pekař, Baker, pekaře, pekaři, se Baker
φούρναρης στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
piekarz, piekarnia, Baker, piekarza, piekarzem
φούρναρης στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pék, szárítókemence, Baker, péket, a Baker
φούρναρης στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
fırıncı, Baker, bir fırıncı, fırıncının
φούρναρης στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пекар, Пекар, пекарь
φούρναρης στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
furrtar, Baker, bukëpjekës, bukëpjekësi, furrtari
φούρναρης στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пекар, Бейкър, Baker, на Бейкър
φούρναρης στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пекар
φούρναρης στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pagar, Baker, tööstusmee, pagaripärmi, Bakeri
φούρναρης στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pekar, Baker, pekara, Baker je, krušnoj
φούρναρης στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bakari, Baker, bakarinn, baka kleinur, bakara
φούρναρης στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kepėjas, Baker, Bakeris, Beikerio sala, kepėjo
φούρναρης στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
maiznieks, Baker, maizes, Beikers
φούρναρης στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Бејкер, пекар, Baker, пекарски, Бакер
φούρναρης στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
brutar, Baker, brutărie, de panificație, Baker a
φούρναρης στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Baker, pek, Baker s, slaščičar, Pekarica
φούρναρης στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pekár, Pekař
Στατιστικά δημοτικότητας: φούρναρης
Τυχαίες λέξεις