Маніпулювання στα ελληνικά
Μετάφραση: маніпулювання, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρήση, χειρισμός, χειραγώγηση, χειραγώγησης, πράξεις χειραγώγησης, χειραγώγηση της
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- маніакальний στα ελληνικά - μανιακός, μανιακό, μανιακού, maniac, μανιακή
- манікюрниці στα ελληνικά - μανικιουρίστες, χειροκόμου, μανικιουρίστριες, δραστηριοτήτων ποδοκόμου, ποδοκόμου
- маніпулятори στα ελληνικά - Χειρισμός, χειρισμό, Χειρισός, χειρισμού, το χειρισμό
- манірний στα ελληνικά - πρωτόγονος, εξεζητημένος, επιτηδευμένο, καλούς τρόπους, φιλικούς τους, επιτηδευμένα
Τυχαίες λέξεις
Маніпулювання στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρήση, χειρισμός, χειραγώγηση, χειραγώγησης, πράξεις χειραγώγησης, χειραγώγηση της
Μεταφράσεις: χρήση, χειρισμός, χειραγώγηση, χειραγώγησης, πράξεις χειραγώγησης, χειραγώγηση της