Λέξη: χερσότοπος

Συνώνυμα: χερσότοπος

βάλτος, έλος

Μεταφράσεις: χερσότοπος

χερσότοπος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
moor

χερσότοπος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
amarrar, páramo, Moor, moro, amarra

χερσότοπος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
moor, Moor, Hochmoor, Maure

χερσότοπος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
marécage, marais, lier, lande, amarrer, mouiller, Moor, Maure

χερσότοπος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ormeggiare, brughiera, Moor, moro, landa

χερσότοπος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
lua, amarrar, amarre, charneca, pântano, mouro, moor

χερσότοπος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onderbinden, moor, moriaan, aanbinden, meren, Moor, veen, aanmeren, hei, heide

χερσότοπος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
болото, швартоваться, мусульманин, приставать, марокканец, пришвартовывать, пришвартовать, мавр, пристать, причалить, причаливать, Moor, причаливают, остромордая, швартовать

χερσότοπος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fortøye, mo, moor, myr, heden, Hest

χερσότοπος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hed, heden, moor, mossar, förtöja

χερσότοπος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
maurilainen, kangas, kiinnittää, nummi, ankkuroida, mauri, Moor, Ylätason, Moorin

χερσότοπος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hede, Moor, mose, heden, mosen

χερσότοπος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zakotvit, bažina, vřesoviště, slatina, z vrchovišť, slať, moor

χερσότοπος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
umocowywać, trzęsawisko, zacumować, wrzosowisko, bagno, torfowisko, cumować, moor, wyżynny

χερσότοπος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
mór, kiköt, lerögzít, Moor, láp

χερσότοπος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kır, moor, fundalık, bataklık, demirledikleri

χερσότοπος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розсіяний, мрійливий, апатичний, круглий, мрійний, мавр

χερσότοπος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kënetë, Moor, lidh, shqopishtë, shkorret

χερσότοπος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тресавище, мавър, Moor, закотвям, пустош

χερσότοπος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
маўр, Мавр, маўр нас

χερσότοπος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
moorlane, raba, silduma, maur, Moor, soo

χερσότοπος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vezati, Moor, vrijesište, baruština, pričvrstiti

χερσότοπος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Moor, mýrar

χερσότοπος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
švartuotis, Moor, mauras, viržynas, durpynas

χερσότοπος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pietauvot, Moor, tīreļa, purvs, tīrelis

χερσότοπος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
лединка, блатото, висорамнина

χερσότοπος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
bărăgan, acosta, Moor, maur, baltă, mlaștină

χερσότοπος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
planina, slatina, barje, Ljubljansko barje, moor, barjanska, barjanskih

χερσότοπος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
planina, slatina, vresoviská, vresovisko, vresoviska
Τυχαίες λέξεις