Λέξη: τυχαίος

Σχετικές λέξεις: τυχαίος

τυχαίος english, τυχαίος συνώνυμα, τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού, τυχαίος ορισμός, τυχαίος αριθμός, τυχαίος περίπατος, τυχαίος αγγλικά, τυχαίος blog

Συνώνυμα: τυχαίος

αποπλανημένος, περιπλανώμενος, ανέμελος, αφρόντιστος, συμπτωματικός, ενδεχόμενος, πιθανός, απρόοπτος, έκτακτος, εξαρτώμενος, περιστατικός, λεπτομερής, εμπεριστατωμένος, επουσιώδης, έμμεσος, συμπερασματικός

Μεταφράσεις: τυχαίος

τυχαίος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
haphazard, adventitious, accidental, random, fortuitous, chance

τυχαίος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
incidental, fortuito, accidental, casual, casualidad, aleatorio, azar, aleatoria, al azar, aleatorios

τυχαίος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zufällig, planlos, beiläufig, gelegentlich, versehentlich, hinzukommend, unglückliche, willkürlich, Zufalls, zufällige, zufälligen

τυχαίος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
occasionnel, fortuit, accessoire, incident, accident, adventice, secondaire, accidentel, contingent, hasard, accidentellement, aléa, rencontre, aléatoire, aléatoires, au hasard, statistique

τυχαίος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fortuito, occasionale, accidentale, casuale, caso, casuali, a caso, casaccio

τυχαίος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acidental, acaso, fortuito, casual, aleatória, aleatório

τυχαίος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
incidenteel, toevallig, toeval, lukraak, willekeurige, Willekeurig

τυχαίος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дополнительный, несущественный, побочный, случай, наудачу, нечаянный, случайный, случайно, добавочный, случайность, стохастический, случайным, случайных, случайная, случайное

τυχαίος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tilfeldig, tilfeldige, vilkårlig, direkte

τυχαίος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
slumpvis, tillfällig, slumpmässig, slump, random, slumpmässigt

τυχαίος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kehno, satunnainen, muu, odottamaton, sattumanvarainen, hutiloitu, hutiloiva, satunnaisesti, satunnaisia, satunnaisessa, sattumanvaraisesti

τυχαίος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tilfældig, tilfældige, random, tilfældigt, vilkårlig

τυχαίος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nahodilý, adventivní, nepodstatný, druhotný, náhoda, náhodný, nahodile, vedlejší, náhodná, náhodné, náhodně, namátkově

τυχαίος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
uboczny, nieistotny, przypadkowy, przypadek, dorywczy, przygodny, niesystematyczny, przypadkowo, drugorzędny, losowo, losowe, losowy, losowego

τυχαίος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pót, esetleges, véletlen, véletlenszerű, véletlenszerűen, random, szúrópróbaszerű

τυχαίος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
rasgele, rastgele, rastgele bir, rasgele bir, tesadüfi

τυχαίος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
додатковий, побічний, випадковий, випадкова, випадкові, довільний

τυχαίος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i rastësishëm, i rastit, rastit, të rastit, rastësishme

τυχαίος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
случайния, произволен, случаен, произволни, произволно, случайна

τυχαίος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
выпадковы, Случайный, выпадковыя

τυχαίος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
juhuslik, väline, lisatud, umbropsu, plaanitu, juhuslikult, juhusliku, pisteliselt, juhuslikku

τυχαίος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pomoćni, slučajan, sporedan, Slučajna, slučajni, slučajnim, nasumično

τυχαίος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
handahófi, Random, af handahófi, Handahófsvalin, Handahófsvalin grein

τυχαίος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
fortuitus

τυχαίος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atsitiktinumas, atsitiktinis, atsitiktinai, atsitiktine tvarka, atsitiktinių, atsitiktinė

τυχαίος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nejaušs, izlases, izlases veidā, nejauši, nejaušības principa

τυχαίος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
по случаен избор, случајни, случаен избор, случајна, случаен

τυχαίος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
întâmplător, aleatoare, aleatoriu, aleatorie, aleator

τυχαίος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
cizí, random, naključno, naključne, naključna, naključni

τυχαίος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
náhodný, chaotický
Τυχαίες λέξεις