Міністр στα ελληνικά

Μετάφραση: міністр, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπουργικός, υπουργός, υπουργό, Υπουργού, ο υπουργός, Υπουργείο
Міністр στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • акушерський στα ελληνικά - μαιευτικός, μαιευτικοί, μαιευτική, μαιευτικές, μαιευτικών
  • втома στα ελληνικά - κόπωση, κούραση, κόπος, κόπωσης, την κούραση, κούρασης
  • експерт στα ελληνικά - ειδικός, εμπειρογνώμονας, εκτιμητής, εμπειρογνώμων, εμπειρογνωμόνων, εμπειρογνώμονα, των εμπειρογνωμόνων
  • мережа στα ελληνικά - ιστός, δίκτυο, αλυσίδα, αλυσίδας, αλύσου, της αλυσίδας, άλυσο
Τυχαίες λέξεις
Міністр στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπουργικός, υπουργός, υπουργό, Υπουργού, ο υπουργός, Υπουργείο