Λέξη: ντομάτα
Σχετικές λέξεις: ντομάτα
ντομάτα θερμίδες, ντοματα φρουτο ή λαχανικο, ντομάτα καρδιά βουβαλιού, ντομάτα δέντρο, ντομάτα μακεδονία, ντομάτα σαντορίνης, ντομάτα ασθένειες, ντομάτα καραμπόλα, ντομάτα ιδιότητες, ντομάτα φρούτο, λιαστή ντομάτα
Συνώνυμα: ντομάτα
τομάτα
Μεταφράσεις: ντομάτα
ντομάτα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tomato, tomatoes
ντομάτα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tomate, de tomate, el tomate, del tomate, tomates
ντομάτα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
paradeiser, tomate, Tomaten, tomato
ντομάτα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tomate, tomates, la tomate, de tomate, de tomates
ντομάτα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pomodoro, di pomodoro, pomodori, di pomodori, il pomodoro
ντομάτα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
suportar, tolerar, sofrer, tomate, tolere, de tomate, do tomate, tomateiro, tomato
ντομάτα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tomaat, tomaten, tomato, van tomaten
ντομάτα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
помидор, томат, томатный, помидоры, томатная, томата
ντομάτα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tomat, tomater, tomato
ντομάτα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tomat, tomater, tomato, tomaten
ντομάτα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tomaatti, Tomato, tomaattia, tomaatin, tomaattien
ντομάτα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tomat, tomater, tomato
ντομάτα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rajče, tomatova, tomato, rajčatová, rajčatový
ντομάτα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pomidor, pomidorów, pomidora, tomato, pomidorowy
ντομάτα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
paradicsom, paradicsomos, paradicsommal, paradicsomot, paradicsomból
ντομάτα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
domates, tomato, domatesli
ντομάτα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
помідор, помідорів, томат, томатний
ντομάτα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
domate, domatesh, domate të, domates
ντομάτα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
домат, доматен, домати, доматено, доматени
ντομάτα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
памідор, памідораў
ντομάτα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tomat, tomati, tomatite, tomatikastmes, tomatiga
ντομάτα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
paradajz, patlidžan, rajčica, rajčice, od rajčice, od rajčica
ντομάτα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tómati, tómatar, tómatur, Tomato, tómat, tómötum
ντομάτα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pomidoras, pomidorų, pomidorai, tomato
ντομάτα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tomāts, tomātu, tomāti, tomātiem, tomato
ντομάτα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
патлиџанот, домати, домат, од домати, доматен, доматно
ντομάτα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
roi, roșie, tomate, roșii, rosii, de tomate
ντομάτα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
paradižnik, paradižnika, paradižnikov, paradižnikova, paradajz
ντομάτα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
paradajka, tomato, paradajku, paradajky, rajčiak
Στατιστικά δημοτικότητας: ντομάτα
Τυχαίες λέξεις