Невимушений στα ελληνικά

Μετάφραση: невимушений, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άνετος, ακάθεκτος, εύκολος, εύκολη, εύκολο, εύκολα, πιο εύκολη
Невимушений στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • авторство στα ελληνικά - πατρότητα, συγγραφή, του συντάκτη, πατρότητας, συντάκτη του, συντάκτη του εγγράφου
  • гнівити στα ελληνικά - οργή, θυμός, φούρκα, θυμό, θυμού, το θυμό
  • звідси στα ελληνικά - από, από την, από το, από τις, από τη
  • марево στα ελληνικά - φάντασμα, οφθαλμαπάτη, αντικατοπτρισμός, Mirage, αντικατοπτρισμό, χίμαιρα
Τυχαίες λέξεις
Невимушений στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άνετος, ακάθεκτος, εύκολος, εύκολη, εύκολο, εύκολα, πιο εύκολη