Недокрівний στα ελληνικά
Μετάφραση: недокрівний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναιμικός, αναιμικούς, αναιμική, αναιμικά, αναιμικοί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- біплан στα ελληνικά - διπλανό, διπλάνο, biplane, διεπίπεδη, διπλάνου
- всеосяжний στα ελληνικά - λεπτομερής, περιεκτικός, εξονυχιστικός, πλήρης, ολοκληρωμένη, περιεκτική, συνολική, ...
- жбурнути στα ελληνικά - πετώ, εκσφενδονίζω, ρίξει, να ρίξει, ρίχνουν, ρίχνει, πετάτε
- лісництво στα ελληνικά - δασοκομία, δασολογία, Δασών, Δασικές, Δασοκομίας, Δασικών
Τυχαίες λέξεις
Недокрівний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναιμικός, αναιμικούς, αναιμική, αναιμικά, αναιμικοί
Μεταφράσεις: αναιμικός, αναιμικούς, αναιμική, αναιμικά, αναιμικοί