Λέξη: ασθμαίνω

Συνώνυμα: ασθμαίνω

λαχανιάζω, πνευστιώ, ξεφυσώ

Μεταφράσεις: ασθμαίνω

ασθμαίνω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
gasp, pant, wheeze

ασθμαίνω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
jadear, jadeo, pantalón, las bragas, pant

ασθμαίνω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
keuchen, hecheln, Hose, pant

ασθμαίνω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
halètement, respirer, haleter, Pant, pantalon, culotte, pantalon de

ασθμαίνω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
anelare, ansimare, mutanda, pant, pantalone, della mutanda

ασθμαίνω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
arfar, latejar, pant, calça, cuecas

ασθμαίνω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hijgen, snakken, broek, pant, broekje

ασθμαίνω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
удушье, охать, задохнуться, вздыхать, задыхаться, ахнуть, тяжелое дыхание, Пант, виде трусов

ασθμαίνω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bukse, pese, pant

ασθμαίνω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
flämta, byxa, byxan, pant

ασθμαίνω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hengähdys, läähättää, henkäisy, huohottaa, pant, housut, housun, housu

ασθμαίνω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bukser, Pant, Buks, stønne

ασθμαίνω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dýchat, supění, vzdychat, pant, kalhotková

ασθμαίνω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sapanie, dyszenie, sapać, dyszeć, pant, spodnie, spodni, majtek

ασθμαίνω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
liheg, nadrág, pant, nadrágpelenka, nadrágot

ασθμαίνω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
solumak, pantolon, pant, pantolonu, pantulon

ασθμαίνω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зітхати, задихатися, важке дихання, важкий подих, тяжке дихання

ασθμαίνω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
regëtin, rrahje zemre, gulçim, dëshirojnë fort të shohin, dëshirojnë fort

ασθμαίνω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
въздишам, задъхвам се, пъхтя, изричам задъхано, бързо туптене

ασθμαίνω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
цяжкае дыханне, важкае дыханне, стомленае дыханне

ασθμαίνω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hingeldama, Pant, Pandi, püksid, huohottaen

ασθμαίνω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izdisaj, zadihanost, dahtati, pant, lupanje srca, dahtanje, zadihati

ασθμαίνω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
pant

ασθμαίνω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
alsuoti, dvėsuoti, dūstant švokšti, dūsuoti, dūstant tarti

ασθμαίνω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
elsas, pant, elšana, elst

ασθμαίνω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
панталона, жадувам, конфекцискиот број барем, конфекцискиот број барем за

ασθμαίνω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
gâfâi, gâfâit, bate puternic, pentru pantaloni sau chiloți, pufăi

ασθμαίνω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
hlače, pant, Brektati, sopihanje, Vdahni

ασθμαίνω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
šúpanie, supění
Τυχαίες λέξεις