Незручно στα ελληνικά
Μετάφραση: незручно, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άβολα, inconveniently, ενοχλητικά, είναι ενοχλητικά, έχουν πρακτικό, ακατάλληλα καταχωρημένες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бере στα ελληνικά - μπερές, λαμβάνει, παίρνει, χρειάζεται, διαρκεί, παίρνει τη
- вояк στα ελληνικά - στρατιώτης, πολεμιστής, πολεμιστή, πολεμιστών
- вуглевод στα ελληνικά - υδατάνθρακας, υδατανθράκων, υδατάνθρακα, υδατάνθρακες, σε υδατάνθρακες
- зубріння στα ελληνικά - παπαγαλίστικος, αλέθω, άλεσμα, άλεσης, τρόχισμα, grind
Τυχαίες λέξεις
Незручно στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άβολα, inconveniently, ενοχλητικά, είναι ενοχλητικά, έχουν πρακτικό, ακατάλληλα καταχωρημένες
Μεταφράσεις: άβολα, inconveniently, ενοχλητικά, είναι ενοχλητικά, έχουν πρακτικό, ακατάλληλα καταχωρημένες