Λέξη: επίδραση

Σχετικές λέξεις: επίδραση

επίδραση συνώνυμα, επίδραση του ph στην ενεργότητα των πρωτεϊνών, επίδραση της κλιματικής αλλαγής στην αγρο-οικο-τουριστική ανάπτυξη της ελλάδας ή της κύπρου, επίδραση της πίεσης στο βρασμό, επίδραση της κλιματικής αλλαγής στην αγρο-οικο-τουριστική ανάπτυξη, επίδραση του ανθρώπου στα οικοσυστήματα, επίδραση της ύφεσης στην επιχειρηματικότητα, επίδραση του καπνίσματος στην υγεία, επίδραση συνώνυμο, επίδραση κοινού ιόντος

Συνώνυμα: επίδραση

αποτέλεσμα, δράση, ενέργεια, πράξη, εντύπωση, στοργή, αγάπη, πάθηση, περιπάθεια

Μεταφράσεις: επίδραση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
impact, effect, influence, effects, effect of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
choque, influencia, impacto, efecto, efectos, efecto de, vigor, el efecto
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stoß, einschlag, beeinflussung, beaufschlagung, einwirkung, auswirkung, anschlag, aufprall, beeinflussen, Wirkung, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
impact, atteinte, toucher, percussion, heurt, secousse, choc, tamponnement, affecter, portée, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
impatto, influsso, effetto, effetti, effetto di, dell'effetto, vigore
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
efeito, efeitos, efeito de, vigor, sentido
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ontroeren, treffen, bewegen, aandoen, beïnvloeden, invloed, effect, werking, ingang, kracht
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
схватка, влияние, воздействие, соударение, уплотнять, коллизия, толчок, столкновение, стычка, импульс, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
innvirkning, påvirke, effekt, virkning, effekten, virkningen
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
inflytande, effekt, verkan, effekten, inverkan
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sysäys, pakata, vaikuttaa, liikuttaa, vioittaa, koskea, tälli, vaikutus, ahtaa, vaikutusta, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
effekt, virkning, kraft, effekten, virkningen
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
následek, účinek, nápor, kolize, srážka, vliv, úder, náraz, dopad, efekt, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
działanie, zderzenie, wpływ, oddziaływanie, uderzenie, efekt, skutek, efektu
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
behatás, becsapódás, hatás, hatása, hatást, hatását, hatással
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
etki, etkisi, etkileri, etkisinin, efekti
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нащадок, ефект
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
efekt, efekti, efekti i, efektin, efekt të
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
удар, ефект, сила, действие, въздействие, считано
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
эфект, эфэкт
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mõju, löök, põrge, toime, toimet, efekti, efekt
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
odskok, dodir, udarac, učinak, sabiti, utjecaja, posljedica, efekt, utjecaj, djelovanje
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
áhrif, áhrifin, áhrifum, verkun, áhrifa
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
poveikis, poveikį, poveikio, efektas, efektą
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
efekts, iedarbība, ietekme, ietekmi, sekas
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ефект, ефектот, сила, влијание, дејство
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
efect, vigoare, efect de, efecte, sens
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
účinek, vliv, učinek, vpliv, učinka, ucinek, ućinek
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
účinok, náraz, dopad, vliv, vplyv, účinky, účinku, efekt

Στατιστικά δημοτικότητας: επίδραση

Τυχαίες λέξεις