Необережність στα ελληνικά
Μετάφραση: необережність, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξετσίπωτος, ιταμός, ασύστολος, αμέλεια, αμέλειας, αμελείας, αμελειών, αμέλεια εκ
Μεταφράσεις
- вносити στα ελληνικά - συνεισφέρω, σημασία, συμβάλλουν, συμβάλλει, να συμβάλει, συνεισφέρουν, συμβάλει
- голець στα ελληνικά - ζαλίκι, φορτίζω, γεμίζω, είδος μικρού κυπρίνου, Λόουτς, Loach, φιδόψαρο, ...
- двобічний στα ελληνικά - δύο όψεων, διπλής όψης, διπλής όψεως, δύο όψεις, σε δύο όψεις
- заслужіть στα ελληνικά - αξίζω, κερδίζω, κερδίσουν, κερδίζουν, κερδίσετε, κερδίσει
Τυχαίες λέξεις
Необережність στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξετσίπωτος, ιταμός, ασύστολος, αμέλεια, αμέλειας, αμελείας, αμελειών, αμέλεια εκ
Μεταφράσεις: ξετσίπωτος, ιταμός, ασύστολος, αμέλεια, αμέλειας, αμελείας, αμελειών, αμέλεια εκ