Λέξη: ανακοπή
Σχετικές λέξεις: ανακοπή
ανακοπή κατά κεδε, ανακοπή κεδε, ανακοπή ερημοδικίας στο εφετείο, ανακοπή κατά δήλωσης τρίτου, ανακοπή κεδε υπόδειγμα, ανακοπή ερημοδικίας και έφεση, ανακοπή ερημοδικίας, ανακοπή κατά πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής, ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, ανακοπή κατά ταμειακής βεβαίωσης υπόδειγμα, ανακοπή διαταγής πληρωμής
Συνώνυμα: ανακοπή
ανακοπή δίκης, αποτυχία, παράλειψη, βλάβη, πτώχευση, τζίφος, αναβολή, διακοπή, αναστολή, ανάπαυση, εναιώρημα, ανάρτηση, παύση
Μεταφράσεις: ανακοπή
ανακοπή στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
suspension, failure, opposition, arrest, opposition is, notice of opposition
ανακοπή στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
suspensión, fracaso, fallo, falla, insuficiencia, el fracaso
ανακοπή στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abnahme, unterbrechung, suspendierung, verschiebung, federung, aufschub, verringerung, aufhängung, aufhängen, hemmung, pause, Scheitern, Misserfolg, Versagen, Ausfall, Versäumnis
ανακοπή στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
trêve, délai, ajournement, diminution, allongement, repos, prorogation, abaissement, interruption, suspension, répit, réduction, suspense, cessation, accrochage, entracte, échec, défaillance, insuffisance, panne, défaut
ανακοπή στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dilazione, molleggio, sosta, fallimento, guasto, mancata, insufficienza, mancato
ανακοπή στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desconto, abatimento, pausa, suspensão, falha, fracasso, insuficiência, falha de, falência
ανακοπή στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onderbreking, vermindering, pauze, besnoeiing, stilte, rabat, achteruitgang, korting, verflauwing, afslag, uitstel, rust, mislukking, storing, het falen, falen, het niet
ανακοπή στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
суспензия, уменьшение, приостановка, взвесь, дисквалификация, вешание, прекращение, перерыв, подвешивание, пауза, пресечение, банкротство, приостановление, отказ, недостаточность, неудача, провал, сбой
ανακοπή στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stans, svikt, fiasko, feil
ανακοπή στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rabatt, avtagande, misslyckande, fel, inte, underlåtenhet, misslyckas
ανακοπή στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ripustukset, hirtto, huojennus, lykkäys, helpotus, tauko, hyllyttäminen, vika, epäonnistuminen, vajaatoiminta, epäonnistumisen, jättäminen
ανακοπή στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fiasko, svigt, manglende, ikke, fejl
ανακοπή στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
suspendování, zavěšení, odklad, přerušení, zastavení, odročení, suspenze, přestávka, závěs, pozastavení, selhání, porucha, výpadku, neúspěch, výpadek
ανακοπή στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
karencja, zwłoka, zawiesina, odroczenie, zatrzymanie, zwieszenie, zawieszenie, brak, niepowodzenie, uszkodzenie, zaniechanie, nie powiodła się
ανακοπή στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rugózás, szuszpenzió, félbeszakítás, kerékfelfüggesztés, beszüntetés, felfüggesztés, kudarc, hiba, nem, elmulasztása, meghibásodása
ανακοπή στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
başarısızlık, yetmezliği, hatası, arızası, arıza
ανακοπή στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
підвішування, вішання, суспензія, висячий, відмова, відмову, відмови
ανακοπή στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dështim, dështimi, dështimi i, mos, dështimin
ανακοπή στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
неуспех, провал, повреда, недостатъчност, неизпълнение
ανακοπή στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адмова, адмову, адмаўленне
ανακοπή στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vedrustus, peatamine, ebaedu, rike, ebaõnnestumine, jätmise, rikke
ανακοπή στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
neuspjeh, propust, neuspjeha, zatajenje, kvar
ανακοπή στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bilun, tekst, mistök, bilun á
ανακοπή στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pertrauka, pauzė, nesėkmė, nepakankamumas, gedimas, nesugebėjimas, gedimo
ανακοπή στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pārtraukums, pauze, neveiksme, mazspēja, nespēja, mazspēju, neveiksmes
ανακοπή στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
неуспех, неуспехот, слабост, грешка, инсуфициенција
ανακοπή στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
antract, eșec, insuficiență, insuficienta, eșecul, esec
ανακοπή στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
neuspeh, odpoved, napaka, okvara, okvare
ανακοπή στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pozastavení, zlyhanie, zlyhania, zlyhaní, zlyhaniu, neplnenia
Στατιστικά δημοτικότητας: ανακοπή
Τυχαίες λέξεις