Новела στα ελληνικά

Μετάφραση: новела, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καινοφανής, μυθιστόρημα, νέα, νέων, νέες, νέο
Новела στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • господині στα ελληνικά - δυσπιστία, οικοδέσποινα, αεροσυνοδός, αεροσυνοδό, hostess, οικοδέσποινας
  • грузлий στα ελληνικά - επίμονος, ανυποχώρητος, ιξώδης, παχύρρευστο, ιξώδη, παχύρευστο, ιξώδεις
  • жбурнути στα ελληνικά - πετώ, εκσφενδονίζω, ρίξει, να ρίξει, ρίχνουν, ρίχνει, πετάτε
  • лишаї στα ελληνικά - νόμιμος, θεμιτός, έρπης, έρπητα, έρπη, του έρπητα, έρπητα των
Τυχαίες λέξεις
Новела στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καινοφανής, μυθιστόρημα, νέα, νέων, νέες, νέο