Λέξη: μόνιμος

Σχετικές λέξεις: μόνιμος

μόνιμος κάτοικος- το κορίτσι, μόνιμος μηχανισμός κινητικότητας, μόνιμος κάτοικος- σε είδα, μόνιμος κάτοικος feat.ειρήνη σταματάκη - η φωνή, μόνιμος κάτοικος feat. πάνος γουργιώτης - όνειρο στιχοι, μόνιμος κάτοικος feat. πάνος γουργιώτης - όνειρο lyrics, μόνιμος κάτοικος, μόνιμος κάτοικος- σε είδα στιχοι, μόνιμος κάτοικος feat. πάνος γουργιώτης - όνειρο, μόνιμος κάτοικος - το πρώτο τρένο

Συνώνυμα: μόνιμος

σταθερός, ευσταθής, αμετάβλητος, μένων, τηρών, διαρκής, κανονικός, ανελλιπής, τακτικός, ομαλός, συμμετρικός, ακάθιστος, ιστάμενος

Μεταφράσεις: μόνιμος

μόνιμος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
permanent, resident, standing, regular, a permanent

μόνιμος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
vecino, permanente, continuo, residente, permanentes, permanente de, definitivo

μόνιμος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ortsansässige, anwohner, gleichmäßig, anhaltend, nachhaltig, dauerwelle, ständig, ortsansässiger, bleibend, einwohner, dauerhaft, permanent, fest, permanente

μόνιμος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
utilisateur, perpétuel, riverain, usager, résident, continu, constant, habitant, ininterrompu, durable, occupant, soutenu, continuel, incessant, pensionnaire, consistance, permanent, permanente, permanents, stable, permanentes

μόνιμος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
permanente, abitante, permanenti, stabile, fisso, definitiva

μόνιμος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
permanente, ininterrupto, contínuo, duradouro, perjurar, constante, permanentes, definitiva, estável

μόνιμος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
duurzaam, inwoner, standvastig, stabiel, blijvend, bestendig, aanhoudend, gestadig, gestaag, permanent, constant, gedurig, vast, permanente, vaste

μόνιμος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
продолжительный, житель, неотлучный, бессменный, жительница, постоянный, неизменный, безвыездный, обитатель, неизменяемый, жилец, непременный, долговременный, лицо, прочный, проживающий, постоянным, постоянное, постоянного, постоянной

μόνιμος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
varig, permanent, fast, permanente, faste

μόνιμος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
invånare, konstant, permanenta, permanent, fast, bestående, ständig

μόνιμος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ainainen, pysyvä, kestävä, ikuinen, pysyvän, pysyvää, pysyviä, pysyvien

μόνιμος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
beboer, borger, permanent, permanente, fast, faste, varig

μόνιμος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
trvalý, ustavičný, stálý, bydlící, obyvatel, neustálý, rezident, usedlý, permanentní, uživatel, trvalé, stálá

μόνιμος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
mieszkaniec, stały, ciągły, użytkownik, właściciel, rezydent, rezydentny, mieszkający, permanentny, trwały, stałe

μόνιμος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
helytartó, permanens, maradó, állandó, tartós, végleges, folyamatos, az állandó

μόνιμος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sürekli, dayanıklı, kalıcı, daimi, kalıcı bir, sabit

μόνιμος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
залишковий, безстроковий, довгостроковий, сталий, резиденція, постійний, постійна, постійне

μόνιμος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
banor, përhershëm, i përhershëm, permanent, përhershme, e përhershme

μόνιμος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
постоянен, постоянно, постоянна, постоянното, постоянния

μόνιμος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пастаянны, сталы

μόνιμος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
alaline, asukas, püsiv, alalise, püsiva, alalist

μόνιμος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
postojan, stalan, stalna, preostali, nepromjenjiv, trajan, stalni, trajna

μόνιμος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
búsettur, varanleg, fasta, varanlegt, föst, varanlegur

μόνιμος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
proprius, incola

μόνιμος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gyventojas, pastovus, nuolatinis, nuolatinė, nuolatinį, nuolatinės, visam laikui

μόνιμος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
iedzīvotājs, īrnieks, ilgstošs, pastāvīgs, pastāvīgu, pastāvīga, pastāvīgā, pastāvīgi

μόνιμος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
постојан, постојана, трајна, постојани, трајно

μόνιμος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
locuitor, durabil, permanent, permanentă, permanente, permanenta, permanent de

μόνιμος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
permanentní, rezident, stalna, stalno, trajna, trajno, trajni

μόνιμος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
trval, stály, rezidentní, trvalý, permanentní, rezident, permanentný, permanentné, permanentnej, permanentná, trvalé

Στατιστικά δημοτικότητας: μόνιμος

Τυχαίες λέξεις